- ῥαψῳδῷ
- ῥαψῳδόςreciter of Epic poemsmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ραψωδώ — έω, Α [ῥαψῳδός] 1. είμαι ραψωδός, απαγγέλλω ως ραψωδός ενώπιον κοινού ποιήματα άλλων (α. «ἅ τε εὖ ῥαψῳδεῑ καὶ ἅ μή», Πλάτ. β. «οἶμαι γὰρ ἄν παῡσαι τοὺς ἐν τῷ Λυκείῳ ῥαψῳδοῡντας τἀκείνων», Ισοκρ.) 2. απαγγέλλω τα ποιήματά μου (α. «Ἡσίοδον ῥαψωδεῑν … Dictionary of Greek
αναρραψωδώ — ἀναρραψῳδῶ ( έω) (Α) [ραψωδώ] αρχίζω πάλι να τραγουδώ σαν ραψωδός, να αφηγούμαι … Dictionary of Greek
επιρραψωδώ — ἐπιρραψῳδῶ, έω (Α) [ραψῳδώ] 1. ψέλνω κάτι συνεχώς ή στο τέλος ως ραψωδία («συνεχές ἐπιρραψῳδῶν τά πάνδημα έκεῑνα τοῡ Ἠσιόδου περὶ τῆς ἀρετῆς ἔπη», Λουκιαν.) 2. «ἐπιρραψωδῶ τινι» ψέλνω ραψωδία για κάτι ή κάποιον … Dictionary of Greek
καταρραψωδώ — καταρραψῳδῶ, έω και καταραψῳδῶ, έω (Α) 1. συνθέτω ή απαγγέλλω ραψωδίες 2. απαγγέλλω κατηγορία εναντίον κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ῥαψῳδῶ (< ῥαψῳδός)] … Dictionary of Greek
ραψώδημα — ήματος, τὸ, ΜΑ [ῥαψωδῶ] 1. φλυαρία 2. κείμενο που έχει αποστηθίσει κάποιος … Dictionary of Greek
ραψώδηση — η, Ν η απαγγελία από ραψωδό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ραψωδώ. Η λ., στον λόγιο τ. ῥαψῴδησις, μαρτυρείται από το 1867 στον Αρ. Κυπριανό] … Dictionary of Greek